ζίλι

ζίλι
το
1. ταμπούρλο
2. κρόταλο χορευτή ή χορεύτριας
3. στον πληθ. τα ζίλια
τα δύο χάλκινα στρογγυλά κρόταλα, με τον ήχο τών οποίων συνοδεύονται τα κάλαντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη περσικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”